- επιδημικός
- -ή, -ό [επιδημία]αυτός που έχει τη μορφή επιδημίας, που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδημικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδημία, που έχει μορφή ή χαρακτήρα επιδημίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίδημος — ἐπίδημος, ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, ον) (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο 2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο 3. φρ. «έπίδαμος φάτις» η άποψη, η φήμη… … Dictionary of Greek
επιδήμιος — ἐπιδήμιος, ον και ος, ία, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. η επιδημία* αρχ. μσν. (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
επιδημικότητα — η [επιδημικός] η τάση ή η δυνατότητα νόσου να γίνεται επιδημική … Dictionary of Greek
τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… … Dictionary of Greek